μηρυκώμαι

μηρυκώμαι
(Α μηρυκῶμαι, -άομαι)
μηρυκάζω
αρχ.
μτφ. επαναφέρω κάτι πολλές φορές στον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μηρυκάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μηρυκῶμαι — μηρυκάζω chew the cud fut ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυκάζω — (ΑΜ μηρυκάζω, Α και μαρυκάζω, Μ και μαρουκάζω) (για τα χορτοφάγα ζώα) επαναφέρω την ήδη μασημένη τροφή στο στόμα και τήν ξαναμασώ νεοελλ. μτφ. επαναλαμβάνω στερεότυπα τα λόγια μου ή τα λόγια που κάποιος άλλος έχει ήδη πει αρχ. 1. (το ουδ. πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • αναμηρυκώμαι — ἀναμηρυκῶμαι ( άομαι) (Α) ξαναμασώ τροφή, μηρυκάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μηρυκῶμαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀναμηρύκησις] …   Dictionary of Greek

  • μαρυκώμαι — μαρυκῶμαι, άομαι (Α) (δωρ. τ.) βλ. μηρυκώμαι …   Dictionary of Greek

  • μηρυκίζω — (Α) μηρυκώμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μηρυκάζω] …   Dictionary of Greek

  • μηρύκησις — μηρύκησις, ἡ (Α) [μηρυκώμαι] μηρυκισμός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”